- τριακόσιοι
- ες [αϊ], α αριθ. триста
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριακόσιοι — ες, α / τριακόσιοι, αι, α, ΝΜΑ, και τρακόσ(ι)οι, ες, α, Ν, και τριακάσιοι και ιων. τ. τριηκόσιοι και δωρ. τ. τριακάτιοι, αι, α, Α (απόλ. αριθμ.) 1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις εκατοντάδες 2. (το ουδ.) ποσότητα τριών εκατοντάδων 3. το αρσ. ως … Dictionary of Greek
τριακόσιοι — τριᾱκόσιοι , τριακόσιοι three hundred masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μάρτυρες και όσιοι, Τριακόσιοι οι εν Κύπρω — Βλ. λ. Αλαμανοί, άγιοι … Dictionary of Greek
τριηκοσίων — τριακόσιοι three hundred fem gen pl (epic ionic) τριακόσιοι three hundred masc/neut gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοσίαις — τριακόσιοι three hundred fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοσίοις — τριακόσιοι three hundred masc/neut dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοσίοισι — τριακόσιοι three hundred masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοσίοισιν — τριακόσιοι three hundred masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοσίους — τριακόσιοι three hundred masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοσίῃς — τριακόσιοι three hundred fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηκοσίῃσι — τριακόσιοι three hundred fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)